κουτσομάγαζο

κουτσομάγαζο
το
μικρό μαγαζί, μικρομάγαζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -μάγαζο (< μαγαζί), πρβλ. μικρο-μάγαζο, φτηνο-μάγαζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουτσομάγαζο — το μικρομάγαζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”